σκανδαλοθήρας

σκανδαλοθήρας
ο, Ν
αυτός που αναζητεί επίμονα και παντού σκάνδαλα και βρίσκει ευχαρίστηση στην αποκάλυψή τους ή και που κατασκευάζει σκάνδαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλο + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. προικο-θήρας, χρυσο-θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Δ. Ν. Βερναρδάκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκανδαλοθήρας — ο αυτός που δημιουργεί σκάνδαλα ή επιδιώκει την αποκάλυψη σκανδάλων: Αυτός ο βουλευτής είναι σκανδαλοθήρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… …   Dictionary of Greek

  • σκανδαλοθηρία — η, Ν [σκανδαλοθήρας] το κυνήγι τών σκανδάλων, η επίμονη αναζήτηση σκανδάλων και η αποκάλυψή τους, η υπερβολική ενασχόληση με κάθε είδους σκάνδαλα, πραγματικά ή και φανταστικά, η μεγαλοποίηση και η κατά κόρον δημοσιοποίησή τους, ιδίως με τα μέσα… …   Dictionary of Greek

  • σκανδαλοθηρικός — ή, ό, Ν [σκανδαλοθήρας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκανδαλοθηρία ή στον σκανδαλοθήρα («σκανδαλοθηρικό δημοσίευμα»). επίρρ... σκανδαλοθηρικά Ν (τροπ.) με σκανδαλοθηρικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • σκανδαλοθηρώ — έω, Ν [σκανδαλοθήρας] διενεργώ σκανδαλοθηρία («ορισμένες εφημερίδες σκανδαλοθηρούν») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”